ρασοφορώ

ρασοφορώ
-έω, Ν
φορώ ράσο, είμαι ρασοφόρος, κληρικός ή μοναχός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρασοφόρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Ν. Κοντοπούλου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”